- ελλοβόκαρπα
- τα (Α ἐλλοβόκαρπος, -ον)νεοελλ.τα χεδρωπά ή ψυχανθή με τεράστια ποικιλία ειδώναρχ.(για φυτό) αυτός τού οποίου ο καρπός βρίσκεται μέσα σε λοβό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… … Dictionary of Greek
χεδροπά — τα, ΝΑ νεοελλ. βοτ. τα χεδρωπά αρχ. 1. τα ελλοβόκαρπα φυτά και, ειδικότερα, ο καρπός τους, τα όσπρια 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄσπριον τι oἱ δὲ πανσπερμίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το ρωσ. goroch «μπιζέλι» δεν θεωρείται πιθανή,… … Dictionary of Greek
ερεικώνες — Χαρακτηριστικές θαμνώδεις διαπλάσεις, τυπικές σε μερικές άγονες και ακαλλιέργητες εκτάσεις και σε παρόχθια πεδινά εδάφη (π.χ. στη Μεγάλη Βρετανία, στη βόρεια Γαλλία, στη βόρεια Ιταλία, στην Αυστραλία), στα οποία επικρατούν χαμηλά και πυκνά… … Dictionary of Greek
ελλοβόκαρπος — η, ο (βοτ.) 1. που ο καρπός του αναπτύσσεται μέσα σε λοβό (π.χ. το κουκί, το φασόλι κ.ά.). 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ελλοβόκαρπα τέτοια φυτά, θάμνοι ή πόες, του αθροίσματος των δικοτυλήδονων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)